- υαλίνη
- η, Ν(βιοχ.) διαφανής ομογενής άμορφη μάζα, που απαντά στη θεμέλια ουσία τών χόνδρων, στο υαλοειδές σώμα τού ματιού, στη βλεννίνη και στο γλυκογόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaline (< ύαλος + κατάλ. -ίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.